Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τὸ τυχόν

  • 1 случай

    случай м 1) (происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό; несчастный το δυστύχημα 2) (обстоятельство) η περίπτωση· η ευκαιρία (возможность удобный \случай η ευκαιρία; упустить \случай χάνω την ευκαιρία; представился \случай παρουσιάστηκε η ευκαιρία; пользоваться \случайем επωφελούμαι την ευκαιρία 3) (случайность) η τύχη ◇ при \случайе, в \случайе, если... αν τυχόν, στην περίπτωση που...· ни в коем \случайе σε καμιά περίπτωση; на всякий \случай για κάθε ενδεχόμενο; по \случайю чего-л. με την ευκαιρία...· на \случай στην τύχη
    * * *
    м
    1) ( происшествие) το γεγονός, το συμβάν, το περιστατικό

    несча́стный слу́чай — το δυστύχημα

    2) ( обстоятельство) η περίπτωση; η ευκαιρία ( возможность)

    удо́бный слу́чай — η ευκαιρία

    упусти́ть слу́чай — χάνω την ευκαιρία

    предста́вился слу́чай — παρουσιάστηκε η ευκαιρία

    по́льзоваться слу́чаем — επωφελούμαι την ευκαιρία

    3) ( случайность) η τύχη
    ••

    при слу́чае, в слу́чае, е́сли... — αν τυχόν, στην περίπτωση που…

    ни в ко́ем слу́чае — σε καμιά περίπτωση

    на вся́кий слу́чай — για κάθε ενδεχόμενο

    по слу́чаю чего́-л. — με την ευκαιρία…

    на слу́чай — στην τύχη

    Русско-греческий словарь > случай

  • 2 случайно

    случайно
    1. нареч τυχαία, τυχαίως, κατά τύχην:
    встретить \случайно συναντώ τυχαία, συναντώ κατά τύχην
    2. вводн. сл. μήπως τυχόν, μπας καί, κατά σύμπτωση:
    вы, \случайно, не домой идете? μήπως τυχόν (или μπας καί) πηγαίνετε σπίτι;· ◊ не \случайно δέν εἶναι τυχαίο.

    Русско-новогреческий словарь > случайно

  • 3 случайно

    επίρ. τυχαία, κατά τύχη, κατά σύμπτωση, συμπτωματικά•

    случайно встретиться с кем н. τυχαία συναντιέμαι με κάποιον.

    || (παρνθ. λ.) μη τυχόν, μήπως κατά τύχη•

    у вас случайно нет ли папиросов? μήπως τυχόν σας βρίσκονται τσιγάρα;

    Большой русско-греческий словарь > случайно

  • 4 гарантировать

    εγγυώμαι, εγγυούμαι, (обеспечивать) διασφαλίζω, εξασφαλίζω
    -возмещение убытков εξασφαλίζω/καλύπτω τις τυχόν ζημιές.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантировать

  • 5 если

    если
    союз ἄν, ἐάν, \если мне представится возможность ἄν μοῦ δοθεί ἡ δυνατότητα· \если я смогу́, я сделаю ἄν θά μπορέσω, θά τό κάνω· даже \если... ἀκόμα καί ἄν...· \если только... φτάνει νά...· \если только не... ἐκτος ἄν...· в слу́чае \если·... σέ περίπτωση πού...· \если бы... ἐάν, ἐάν τυχόν...· \если бы я только знал ἄν τό ήξερα· что \если...? τί θαλεγες...;, τί θά κάναμε...;· ◊ \если бы да кабы разг а» ἄν ἡ γιαγιά μου είχε ρόδες θάτανε ποδήλατο.

    Русско-новогреческий словарь > если

  • 6 нужда

    нужд||а
    ж
    1. ἡ ἀνάγκη, ἡ χρεία:
    иметь, испытывать \нуждау́ в ком-л., в чем-л. ἔχω ἀνάγκη· у меня большая \нужда в деньгах ἔχω μεγάλη ἀνάγκη ἀπό χρήματα· ну́жды городского населения οἱ ἀνάγκες τοῦ ἀστικοῦ πληθυσμού· без \нуждаы χωρίς νά ὑπάρχει ἀνάγκη· какая \нужда в этом? ποια ἡ ἀνάγκη;· у нас в этом нет \нуждаы δέν (τό) Εχομε ἀνάγκη· в случае \нуждаы ἀν τυχόν χρειαστεί, ἐν ἀνάγκη·
    2. (бедность) ἡ ἐλλειψη [-ις], ἡ στέρηση [-ις], ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια:
    быть в крайней \нуждае ξχω μεγάλη φτώχεια· ◊ \нуждаы нет δέν χρειάζεται, δέν εἶναι ἀνάγκη.

    Русско-новогреческий словарь > нужда

  • 7 for fear of

    (so as not to: She would not go swimming for fear of catching a cold.) μην τυχόν

    English-Greek dictionary > for fear of

  • 8 should

    [ʃud]
    negative short form - shouldn't; verb
    1) (past tense of shall: I thought I should never see you again.) θα+παρατατικός...
    2) (used to state that something ought to happen, be done etc: You should hold your knife in your right hand; You shouldn't have said that.) θα'πρεπε να
    3) (used to state that something is likely to happen etc: If you leave now, you should arrive there by six o'clock.) θα πρέπει να
    4) (used after certain expressions of sorrow, surprise etc: I'm surprised you should think that.) μπόρεσα να
    5) (used after if to state a condition: If anything should happen to me, I want you to remember everything I have told you today.) τυχόν
    6) ((with I or we) used to state that a person wishes something was possible: I should love to go to France (if only I had enough money).) θα(ήθελα να)
    7) (used to refer to an event etc which is rather surprising: I was just about to get on the bus when who should come along but John, the very person I was going to visit.) έτυχε να

    English-Greek dictionary > should

  • 9 ли

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ли

  • 10 ль

    ли ή ль
    1. (μόριο ερωτημ.) άραγε, μήπως. τάχα, μη τάχα, μη τυχόν, μήγαρις, μπας και.
    2. (μόριο επιτακτ.) και.
    3. σε συνδυασμό με μερικά επιρρήματα, μόρια, ουσ. κλπ. σημαίνει: αμφιβολία, αβεβαιότητα, αναποφασιστικότητα κ.τ.τ.

    вряд ли είναι αμφίβολο•

    едва ли κοντεύει•

    чуть ли не... παρ ολίγο να...

    4. (σύνδεσμος ποθετικός) αν, εάν.
    5. (σύνδεσμος διαχωριστικός)•

    ли...ли, ли... или είτε... είτε, ή... ή•

    один ли, другой ли είτε (ή) ο ένας, είτε (ή) ο άλλος•

    рано ли поздно ли, но приду αργά ή γρήγορα, όμως θα έρθω•

    сделает ли он это или не сделает θα το κάνει αυτός ή δε θα το κάνει.

    εκφρ.
    то ли... то ли – είτε..., είτε, ή... ή, μια φορά... μια φορά.
    6. κινέζικο μέτρο μήκους ή βάρους.

    Большой русско-греческий словарь > ль

  • 11 rastgele

    τυχαία, κατά τύχη, τυχόν

    Türkçe-Yunanca Sözlük > rastgele

  • 12 sakın

    μη, μη τυχόν, πρόσεξε καλά

    Türkçe-Yunanca Sözlük > sakın

  • 13 şayet

    αν, αν τυχόν

    Türkçe-Yunanca Sözlük > şayet

См. также в других словарях:

  • τυχόν — ΝΜΑ επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β τυχών, οῦσα, όν τού ρ. τυγχάνω*] …   Dictionary of Greek

  • τυχόν — επίρρ. τροπ., ίσως, κατά τύχη: Αν τυχόν μ ακούσεις, δε θα χάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυχόν — τυγχάνω happen to be at aor part act masc voc sg τυγχάνω happen to be at aor part act neut nom/voc/acc sg τυχόν indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύχον — τύχος instrument for working stone masc acc sg τυγχάνω happen to be at aor ind act 3rd pl (epic ionic) τυγχάνω happen to be at aor ind act 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • τυχαίνει — τυχαίνει, έτυχε (ως προσ. ή απρόσ.) τυχαίνουν, έτυχαν (ως προσ.) βλ. πίν. 148 Σημειώσεις: τυχαίνει : η λόγια μτχ. αορίστου έχει επιβιώσει ως επίρρημα (τυχόν, αν τυχόν, μη τυχόν κτλ. → ίσως, κατά τύχη) ή σε εκφρ. όπως: ο πρώτος τυχών → ο καθένας,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»